- διαμίγνυμι
- διαμίγνῡμι or [suff] διαμηχᾰν-ύω (Plu.2.1131e), [tense] fut. -μίξω,A to mix up, l.c.:— [voice] Pass.,
διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9
codd. Ath.; cf. διαμίσγω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9
codd. Ath.; cf. διαμίσγω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμίγνυμι — (Α) ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι] … Dictionary of Greek
διαμίσγω — (Α) διαμίγνυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι] … Dictionary of Greek